Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
βραχυπρόθεσμος
Greek Monolingual
-η, -ο αυτός που έχει σύντομη προθεσμία, που η ισχύς ή οι προοπτικές του εξαντλούνται σε σύντομο χρονικόδιάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ.<βραχύς+προθεσμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ν. Γ. Κωτσάκη].