το1. βαρέλι2. μεταλλικό δοχείο μεγάλων διαστάσεων για εναποθήκευση ή μεταφορά υγρών καυσίμων, λυμάτων κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (βλ. και βουτσί)].