βυτίο

Greek Monolingual

το
1. βαρέλι
2. μεταλλικό δοχείο μεγάλων διαστάσεων για εναποθήκευση ή μεταφορά υγρών καυσίμων, λυμάτων κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (βλ. και βουτσί)].