βόλεμα
Greek Monolingual
το βολεύω
1. τοποθέτηση πράγματος στη θέση του, συγύρισμα
2. πρόχειρη και προσωρινή αντιμετώπιση κάποιας δυσχέρειας
3. επιτυχία ή το να καταλάβει κάποιος μια θέση χωρίς να την αξίζει
4. συνουσία.
το βολεύω
1. τοποθέτηση πράγματος στη θέση του, συγύρισμα
2. πρόχειρη και προσωρινή αντιμετώπιση κάποιας δυσχέρειας
3. επιτυχία ή το να καταλάβει κάποιος μια θέση χωρίς να την αξίζει
4. συνουσία.