γέλος
English (LSJ)
ὁ, Aeolic for γέλως.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
γέλος: ὁ, ἴδε γέλως.
English (Autenrieth)
dat. γέλῳ, acc. γέλω and γέλον: laughter; γέλῳ ἔκθανον, ‘laughed themselves to death,’ Od. 18.100.
see γέλως.
Greek Monolingual
το
1. το γέλιο
2. γέλιο σαρκαστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γέλως. Για την αλλαγή του γένους πρβλ. ο βουνός-το βουνό, η βάλσαμος-το βάλσαμο, ο δάκτυλος-το δάκτυλο, η ελάτη-το έλατο, η δρόσος-το δρόσος κ.λπ.].