ελάτη

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

Greek Monolingual

η (AM ἐλάτη)
το έλατο
μσν.
(για πτηνό) φτερούγα
αρχ.
ονομασία φυκιού.