ελάτη

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐλάτη)
το έλατο
μσν.
(για πτηνό) φτερούγα
αρχ.
ονομασία φυκιού.