γέμισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, gloss on γέμος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό carga, fardo Hsch.s.u. γέμος.

Greek Monolingual

το (Μ γέμισμα) γεμίζω
νεοελλ.
1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο
2. το υλικό με το οποίο γεμίζει κανείς κάτι
3. φρ. «το γέμισμα του φεγγαριού» — η γέμιση του φεγγαριού
4. στρατ. η ποσότητα της πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής ύλης που είναι απαραίτητη για την εκτόξευση του βλήματος από το πυροβόλο
μσν.
1. η πληρότητα
2. το σύνολο.