γαλεόβδολο

Greek Monolingual

το (Α γαλεόβδολον)
ονομασία είδους τσουκνίδας, λάμιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + (θ.) βδολ- (πρβλ. βδελυρός, βδέω)].