Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
γαρνίρω
Greek Monolingual
και γαρνιρίζω στολίζω, ποικίλλωκάτι με πρόσθετα στοιχεία («γαρνίρωφόρεμα με δαντέλες ή το ψητό με αρακά και καρότα ή τη συζήτηση με αστεία»). [ΕΤΥΜΟΛ.Ξεν. λ., ρομανικής προέλευσης (πρβλ. γαλλ. garnir, βενετ. guαrnir, ιταλ. guarnire)].