η (AM γειτονία) γείτωνη κοντινή περιοχή γύρω από το σπίτι ή τον τόπο εργασίας κάποιουμσν.- νεοελλ.περιοχή, συνοικία πόληςνεοελλ.1. γειτνίαση, γειτόνεμα2. οι γείτονες.