γηθυλλίς

English (LSJ)

Dor. γαθυλλίς Epich.134, ίδος, ἡ, Dim. of γήθυον:—spring onion (acc. to Moer.115, the Att. equivalent for ἀμπελόπρασον), Epich. l. c., Eub.89.3, Nic.Al.431, Epaenet. ap. Ath.9.371e, IG5(1).1511 (Sparta, prob.).

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Alolema(s): dór. γᾱθυλλίς Epich.80
bot.
1 cebolla o cebolleta variedad del Allium cepa L. ἐν δὲ σκόροδα δύο καὶ γαθυλλίδες δύο Epich.l.c., cf. Eub.88.3, Phryn.Com.12, Nic.Al.431, Polem.Hist.36, Epaenetus en Ath.371e, IG 5(1).1511.7 (Esparta), Hsch.s.u. γήθυα.
2 ajopuerro Moer.106.

Greek (Liddell-Scott)

γηθυλλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ γήθυον (κατὰ τὸν Μοῖρ. 115, τὸ παρ’ Ἀττ. ἰσοδύναμον πρὸς τὸ ἀμπελόπρασον · Ἐπίχ. (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ γᾱθυλλίς) 89 Ahr., Εὔβουλ. Πορν. 2, Νίκ. Ἀλ. 431.

Greek Monolingual

γηθυλλίς και δωρ. τ. γαθυλλίς, η (Α)
είδος πράσου, αμπελόπρασο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. γηθυλλίς θεωρήθηκε σύνθετη (γηθυλλίς) και ερμηνεύτηκε ως «σάκος χώματος» (πρβλ. θύλαξ) καθώς και η λ. γήθυον (γη + θύον «σάκος»). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο η λ. γηθυλλίς να θεωρηθεί υποκοριστικό του γήθυον, το οποίο αποτελεί πιθ. υστερογενή σχηματισμό από το ρ. γηθέω. Ο τ. γήτειον παραμένει ανερμήνευτος].

Frisk Etymological English

-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: name of an onion (Epich.); (cf. Strömberg Theophrastea 84).
Other forms: γήθυον n. (Ar.), γήτειον n. (Ar.), κητίον (Cratin.), γαιθυλλάδαι Η. Fur. 187, 253 further adds γάθια ἀλλάντια H., ἀγασυλλίς (Dsc. 3, 84. ἀγαθίς = σησαμίς H.
Dialectal forms: Dor. γαθυλλίς
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Kalén GHÅ 24 (1918): 1, 103ff. analyses γη-θυλλίς as Erdsäckel; also γήθυον as *θύον sacculus; a most remarkable etymology (discussed seriously by the etym. dictionaries!). It does not account for γήτειον. θ after γηθέω (DELG) is the wrong kind of explaining away facts. Evidently a Pre-Greek name (Fur. ll.cc.; note α/αι, θ/σ).

Frisk Etymology German

γηθυλλίς: (dor. γαθ-), -ίδος
{gēthullís}
Forms: γήθυον n. (Ar., Thphr. u. a.), γήτειον n. (Ar., Anaxandr., Kall. u. a.)
Grammar: f. (Epich., Eub., Nik. u. a.),
Meaning: N. einer Zwiebel (vgl. Strömberg Theophrastea 84).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Von Kalén GHÅ 24 (1918): 1, 103ff. in γηθυλλίς zerlegt und als Erdsäckel erklärt; entsprechend will er aus γήθυον ein *θύον sacculus (auch in τήθυον postuliert) gewinnen. Dabei wird das ebenfalls gut beglaubigte γήτειον nicht berücksichtigt.
Page 1,304

German (Pape)

ίδος, ἡ, Eubul. und Epicharm. (γαθυλλίδες δύο) und A. bei Ath. IX.371f; Nic. Al. 431; dim. von γήθυον.