αι

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source

Greek Monolingual

(I)
αἰ (Α)
1. σύνδεσμος υποθετικός της δωρικής και αιολικής διαλέκτου αντί του εἰ
2. «αἴ γὰρ», αντί του «εἰ γὰρ» για έκφραση ευχής ή επιθυμίας «είθε, μακάρι
3. «αἴ κε(ν)» (στον Όμηρο) «αχ και να...»
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να προέρχεται από κάποιο επιφώνημα (πρβλ. και αἴ / αἶ) ή να πρόκειται για παλαιά τοπική πτώση κάποιου δεικτικού θηλυκού γένους, στοιχείου της IE (< ai), όπως και το υποθ. εἰ (< e-i
τοπ. πτώση ουδ. ενικού σε e/o-
πρβλ. και ἐκεῖ < εκε-ί, οἴκοι < οικο-ι κ.λπ.)].
(II)
αἴ ή αἶ επιφών. (Α) (για έκφραση θλίψης ή έκπληξης)
1. α! ω! «αἴ τάλαν», α τον δύστυχο!
2. (συχνά δισύλλαβο) «αἰαῖ», ωχ! αλίμονο!
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ονοματοποιημένη λ., πρβλ. επίσης ἰώ, ἰανοῖ, ὀτοτοῖ, εὐοῖ-εὐᾶν, παπαῖ, πόποι. Η μεταβολή στην ποσότητα τών φωνηέντων οφείλεται σε μετρικούς λόγους, δεδομένου ότι τέτοιου είδους λέξεις χρησιμοποιήθηκαν κυρίως στον ποιητικό λόγο, στο έπος και ιδίως στο δράμα. Το επιφώνημα διπλασιαζόμενο απαντά συχνά και ως αἰαῖ.
ΠΑΡ. αρχ. αἰάζω.
(III)
Ναυτ.
συντομογραφία της λέξης αιθρία στα ημερολόγια πλοίων.
(IV)
(Α αἱ)
ονομαστική πληθυντικού του άρθρου η / .
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. αἱ για την ονομ. πληθ. του θηλ. ορστ. άρθρου είναι νεώτερο δημιούργημα της Ελληνικής αντί του αρχικού ΙΕ τ. tās, που διατηρήθηκε σε άλλες ΙΕ γλώσσες (πρβλ. αρχ. ινδ. tās, λιθουαν. tōs, γοτθ. pōς κ.λπ.). Ο τ. αἱ της Ελληνικής (αντί τᾶς) πλάστηκε αναλογικά προς τον τ. της ονομ. πληθ. του αρσ. άρθρου, δηλ. αναλογικά προς το οἱ. Ομοίως ο τ. ταὶ (αντί τᾶς) της δωρικής διαλέκτου είναι αναλογικός σχηματισμός προς το αντίστοιχο άρθρο της ονομ. πληθ. του αρσ., που στη δωρική ήταν ο τ. τοὶ].