τήθυον

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τήθυον Medium diacritics: τήθυον Low diacritics: τήθυον Capitals: ΤΗΘΥΟΝ
Transliteration A: tḗthyon Transliteration B: tēthyon Transliteration C: tithyon Beta Code: th/quon

English (LSJ)

τό, an animal of the kind called
A ascidia or sea-squirt, Arist.HA531a18 (v.l. τηθέου), PA680a5, al.; once in Hom., τηθεα διφῶν Il.16.747 (= εἶδος θαλασσίων ὀστρέων, Sch.), cf. Arist.Fr.304. (For the variation τήθυον: τήθεον, cf. πτύον: πτέον, etc.; tethea is pl. in Plin.HN32.117, nom. sg. fem. ib.151.)
II τηθύα· τενάγη, ἂ προχέουσιν οἱ ποταμοί, Hsch.

Russian (Dvoretsky)

τήθυον: τό зоол. предполож. асцидия Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τήθυον: τό, μαλάκιόν τι ἐκ τοῦ εἴδους ascidia, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 1 (ἴδε ἐν λ. τήθεα), τὰ δὲ τήθυα μικρὸν τῶν φυτῶν διαφέρει τὴν φύσιν π. Ζ. Μορ. 4. 5, 25, κ. ἀλλ., νῦν ὀνομάζεται φοῦσκα καὶ «σβουρδοῦκλος», ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 152, 153.

Greek Monolingual

και τήθεον, τὸ, Α
1. είδος χιτωνοφόρου μαλακίου
2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «τηθύα τενάγη, ἅ προχέουσιν οἱ ποταμοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τῆθος.