γηοχέω

English (LSJ)

hold land, Hdt.7.190.

Spanish (DGE)

poseer tierras Ἀμεινοκλέϊ ... γηοχέοντι ... μεγάλως Hdt.7.190.

German (Pape)

[Seite 489] ion. = γηουχέω, Her. 7, 190.

French (Bailly abrégé)

part. prés. dat. sg. γηοχέοντι;
posséder une terre ou des terres.
Étymologie: ion. p. *γηουχέω, de γῆ, ἔχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γηοχέω [γῆ, ἔχω land bezitten.

Russian (Dvoretsky)

γηοχέω: владеть землей, быть землевладельцем Her.

Greek (Liddell-Scott)

γηοχέω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ γηουχέω, Ἡρόδ. 7. 190.

Greek Monolingual

γηοχέω, (Α)
κατέχω γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -οχέω < -οχος < έχω].

Greek Monotonic

γηοχέω: (ἔχω), είμαι ιδιοκτήτης γης, κατέχω γη, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[γῆ, ἔχω]
to possess land, Hdt.