ο (Α γλαῦκος)νεοελλ.ονομασία γαστερόποδου με γλαυκό χρώμααρχ.1. ψάρι με γλαυκό χρώμα2. (φρ). «γλαύκου τέχνη» — μαγική τέχνη, μεγάλη ανακάλυψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Το ψάρι γλαύκος πήρε αυτή την ονομασία από το χρώμα του].