(-άω) (Μ γλωσσοκοπῶ, -έω)νεοελλ.1. φλυαρώ2. συκοφαντώμσν.κόβω τη γλώσσα κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -κοπώ < -κοπος < κόπτω.