τοεπίτομο λεξικό μιας γλώσσας, λεξιλόγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -λόγιο < λόγος < λέγω. Η λ. γλωσσολόγιον, το μαρτυρείται από το 1888 στον Αλ. Πασπάτη].