γλωσσοπέδη

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσοπέδη: ἡ, εἶδος φιμώτρου, Βυζ., Χρυσ. 2, 22Ε (Migne).

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s): γλωττο- Chrys.M.49.36
mordaza, atadura, traba de la lengua ὥσπερ τινὶ γλωττοπέδῃ τῇ συμφορᾷ κατεχόμενοι βαρυτάτην κατέχουσιν ἡσυχίαν Chrys.M.49.36, cf. 52.688, fig., Chrys.Laed.7.44.

Greek Monolingual

η (Μ γλωσσοπέδη)
φίμωτρο
νεοελλ.
ο γλωσσοδέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + πέδη «φρένο, δεσμός»].

German (Pape)

ἡ, Zungensessel, Io.Chrys.