or γνάφαλλον, γναφεῖον, γναφεύς, γναφευτικός, γναφεύω, γναφικός, γνάφισσα, γνάφος, γνάφω, v. κνάφαλον.
réc. c. κνάφαλον.
weichere Form für κνάφαλον.