γνάφος
From LSJ
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
English (LSJ)
v. κνάφος.
French (Bailly abrégé)
réc. c. κνάφος.
Greek Monolingual
γνάφος και κνάφος, ο (Α) κνάπτω
1. το αγκαθωτό φυτό δίψακος ο γναφευτικός
2. χτένι τών μαλλιών, χτένι χρήσιμο για κατεργασία ερίων
3. βασανιστήριο όργανο σε σχήμα χτενιού.
German (Pape)
weichere Form für κνάφος.