και νέθωμεταβάλλω μαλλί, μπαμπάκι, λινάρι κ.λπ. σε νήμα, κλώθω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γνέθω σχηματίστηκε με συμφυρμό τών νέω και νήθωτο γ- είναι προθετικό σε λέξεις που αρχίζουν από ν- (πρβλ. νεύω -γνεύω)].