γνέθω

Greek Monolingual

και νέθω
μεταβάλλω μαλλί, μπαμπάκι, λινάρι κ.λπ. σε νήμα, κλώθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γνέθω σχηματίστηκε με συμφυρμό τών νέω και νήθω
το γ- είναι προθετικό σε λέξεις που αρχίζουν από ν- (πρβλ. νεύω -γνεύω)].