γουρούνα

Greek Monolingual

η
1. θηλυκός χοίρος
2. γυναίκα λαίμαργη ή βρόμικη
3. παιχνίδι κατά το οποίο προσπαθούν να βάλουν κομμάτι ξύλου ή σφαιρικό αντικείμενο μέσα σε λάκκο ανοιγμένο στο κέντρο κύκλου.