γούστο

Greek Monolingual

το
1. νοστιμάδα
2. καλαισθησία
3. ευχαρίστηση
4. προτίμηση, εκλογή
5. φρ. α) «δεν τον κάνω γούστο» — δεν μού αρέσει
β) «έχει γούστο να...»
(ειρωνικά) θα ήταν διασκεδαστικό να συμβεί κάτι ανεπιθύμητο
γ) «κάνω γούστο» — περνώ ευχάριστα την ώρα μου
δ) «μη μού χαλάς τα γούστα μου» — μη μού χαλάς το χατίρι
ε) «το έκανα για γούστο» — το έκανα για απλή διασκέδαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gusto).