γράπις

English (LSJ)

ιδος, ἡ,
A cast slough of serpents, etc., Hsch.
2 wrinkled, S.Ichn.177, EM239.31.
3 kind of bird, Hsch.

Spanish (DGE)


• Morfología: [sólo ac. γράπιν
1 arruga de donde camisa, piel vieja que mudan la serpiente, la chicharra y otros anim., Hsch.
2 orn. un pájaro Hsch.
• Etimología: Quizá hipocorístico de γράπτης q.u.

Greek Monolingual

γράπις (-ιδος), η (Α)
1. το δέρμα φιδιών και εντόμων που έχει απορριφθεί
2. (για πρόσωπο) γεμάτος ρυτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τύπος, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι, αν ληφθεί ως αφετηρία η έννοια της ρυτίδας, πρόκειται για υποκοριστικό τ. του γράπτης. Η σύνδεση με τα γραυς, γήρας δεν αποτελεί άποψη ευρύτερα αποδεκτή].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: ὁ ἐρρυτιδωμένος, wrinkled (EM), cast slough of a serpent (H.), in S. Ichn. 177 the meaning is unclear; name of a bird H..
Derivatives: γράπτης wrinkled (Eust.), γραπίνης οἶνος τραχύς H., EM. (Not here with Frisk γραιόομαι become old, s. γραῦς.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Not to γραῦς, γῆρας. DELG considers a hypocoristicon of γράπτης wrinkled cited by Eust., which may come from γράφω.

Frisk Etymology German

γράπις: {grápis}
Meaning: ὁ ἐρρυτιδωμένος, gerunzelt, runzelig (EM), abgestreifte Haut einer Schlange (H.), auch S. Ichn. 177 in unbekannter Bed. Nach H. auch N. eines Vogels.
Derivative: Daneben γράπτης runzelig (Eust.) und γραπίνης· οἶνος τραχύς H., EM; vgl. γραιόομαι alt werden, vom Wein.
Etymology: Volkstümliches Wort unklarer Bildung, letzten Endes zu γραῦς, γῆρας usw.; vgl. besonders γῆρας = abgezogene Schlangenhaut.
Page 1,323

German (Pape)

[ρᾱ], ιδος, ἡ, die abgestreifte Haut der Insekten und der Schlangen, Vetera Lexica.