γραφίδα

Greek Monolingual

η (AM γραφίς)
όργανο με το οποίο γράφει, ζωγραφίζει ή ιχνογραφεί κανείς
νεοελλ.
(για συγγραφέα) η χαρακτηριστική τεχνοτροπία, το ύφος του
αρχ.-μσν.
ο χρωστήρας, το πινέλο του ζωγράφου
αρχ.
1. σμίλη, κοπίδι
2. σχεδιογράφημα
3. βελόνα για κέντημα
4. κέντημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή ή < γράφω.