γυψώνω
Greek Monolingual
(AM γυψῶ, -όω) γύψος
επαλείφω με γύψο
νεοελλ.
1. (για κρασί) ρίχνω γύψο στο κρασί για να μην είναι θολό αλλά διαυγές
2. επιδένω με γύψινο επίδεσμο μέλος του σώματος που έχει υποστεί κάταγμα ή εξάρθρωση, για να διατηρηθεί ακίνητο
3. (για το έδαφος) ρίχνω γύψο στο έδαφος για την καλύτερη ανάπτυξη τών φυτών
αρχ.
τρίβω με κιμωλία.