δάγκωμα

Greek Monolingual

και δάγκαμα και δάκαμα, το (Μ δάγκαμαν και δάγκωμα και δάκωμα)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του δαγκάνω
μσν.- νεοελλ.
το φαγητό
νεοελλ.
1. (για έντομα) το τσίμπημα, το κέντρισμα
2. το να πιαστεί κάποιος σφιχτά, το μάγκωμα («το δάγκωμα του ποντικού απ' τη φάκα»)
3. (για ξύλα, μέταλλα, λίθους) η συναρμογή με την τοποθέτηση τών εξοχών του ενός στις εσοχές του άλλου
μσν.
1. κλεψιά
2. (ως επίρρ.) λίγο («δάγκαμαν ψωμίν, κομμάτιν μόνον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δάγκωμα < δαγκώνω και δάγκαμα(ν) < δαγκάνω.