δέκαθλο

Greek Monolingual

το
αθλητικό αγώνισμα, σύνθετο από δρόμους, άλματα και ρίψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + άθλο «βραβείο, αγώνας». Εν αντιθέσει με το πένταθλο, που υπήρχε ήδη στην αρχαιότητα, το δέκαθλο είναι νεώτερο αγώνισμα].