δέψω
English (LSJ)
aor. ἐδέψησα, work or knead a thing till it is soft, κηρὸν δεψήσας μελιηδέα Od.12.48; δέψει χερσὶ [τὸ δέρμα] Hdt.4.64.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. part. δεψήσας Od.12.48]
1 dar forma ablandando κηρόν Od.l.c., cf. Cat.Agr.76, 90, tb. en v. med., fig. χείρ ἐστιν ἡ δεψαμένη σε θεοῦ la mano de Dios es la que te modela Gr.Nyss.Hom.creat.45.9
•prensar con los pies Phot.Bibl.449b27.
2 curtir (τὸ δέρμα) δέψει τῇσι χερσί Hdt.4.64, ῥινοὺς ... βοῶν δέψοντες Philostr.Gym.10, cf. Cat.Agr.135.3.
3 obs. manosear, sobar Varro Sat.Men.331, Cic.Fam.9.22.4.
• Etimología: Cf. δέφω.
German (Pape)
[Seite 555] dasselbe, gerben, Her. 4, 64.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et part. ao. δεψήσας;
amollir, assouplir.
Étymologie: DELG pas d'étym. sûre.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέψω [~ δέφω] kneden.
Russian (Dvoretsky)
δέψω: мять, разминать, размягчать (κῆρον δεψήσας Hom.; τὸ δέρμα χερσί Her.).
Greek (Liddell-Scott)
δέψω: ἀόρ. (ὡς ἐκ ῥήμ. δεψέω)· - Λατ. depso (πρβλ. δέφω), κατεργάζομαι, μαλάσσω, ποιῶ τι μαλακόν, κηρὸν δεψήσας μελιηδέα Ὀδ. Μ. 48· δέψει χερσὶ τὸ δέρμα Ἡρόδ. 4. 64· πρβλ. σκυλοδέψης.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
δέψω (Α)
κατεργάζομαι, μαλάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δέφω.
Greek Monotonic
δέψω: αόρ. αʹ ἐδέψησα, όπως αν προερχόταν από δεψέω (δέφω), κατεργάζομαι ή μαλάσσω ένα πράγμα μέχρι να μαλακώσει· κηρὸν δεψήσας, σε Ομήρ. Οδ.· δέψει τὸ δέρμα, σε Ηρόδ.
Frisk Etymological English
See also: s. δέφω
Middle Liddell
δέφω
to work or knead a thing till it is soft, κηρὸν δεψήσας Od.; δέψει τὸ δέρμα Hdt.