(Μ δίχως) 1. (προθ. με αιτ. ή γεν.) χωρίς 2. φρ. «το δίχως άλλο» — οπωσδήποτε, εξάπαντος 3. (επίρρ. με το να ή το με) «έφυγε δίχως να μού πει λέξη», «με δίχως να το ξέρω». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δίχως προήλθε από συμφυρμό των αρχ. λ. διχώς και δίχα.