η (Μ δαιμονιαρέα)η κοινή ονομασία του φυτού υοσκύαμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιμονιαρέα, θηλυκό του δαιμονιάριος (πρβλ. βρομιαρέα, περβολαρέα) σχηματίστηκε αναλογικά προς τα θηλυκά σε -έα τών επιθέτων σε -ύς (πρβλ. βαρύς-βαρέα, βαθύς-βαθέα)].