δαιμονοβλάβεια
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, heaven-sent visitation, Plb.28.9.4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
enajenación mental causada por el demon, Plb.28.9.4, 36.17.15.
German (Pape)
[Seite 515] ἡ, göttliche Strafe, von der Gottheit verhängter Wahnsinn, Pol. 28, 9, 4.
Russian (Dvoretsky)
δαιμονοβλάβεια: ἡ ниспосланное богами безумие Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονοβλάβεια: ἡ, δυστύχημα ἐκ θεοῦ πεμφθέν, Πολύβ. 28. 9, 4.
Greek Monolingual
δαιμονοβλάβεια, η (Α)
φρενοβλάβεια σταλμένη από θεία δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -βλάβεια -βλαβής < βλάβη (πρβλ. σωματοβλάβεια)].