σωματοβλάβεια

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοβλάβεια Medium diacritics: σωματοβλάβεια Low diacritics: σωματοβλάβεια Capitals: ΣΩΜΑΤΟΒΛΑΒΕΙΑ
Transliteration A: sōmatoblábeia Transliteration B: sōmatoblabeia Transliteration C: somatovlaveia Beta Code: swmatobla/beia

English (LSJ)

[βλᾰ], ἡ, bodily harm, or injury, Procl.Par.Ptol. 209.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοβλάβεια: ἡ, σωματικὴ βλάβη. Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 209.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σωματική βλάβη, κάκωση του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -βλάβεια (< -βλαβής < βλάβη), πρβλ. φρενοβλάβεια].