δακτύλι

Greek Monolingual

και δαχτύλι, το (AM δακτύλιον, Μ και δακτύλιν) δάκτυλος
το μικρό δάχτυλο του χεριού
μσν.- νεοελλ.
το χέρι («με το δακτύλι του θεού ήσουν ζωγραφισμένη»)
νεοελλ.
1. όργανο που χρησιμεύει για να γυμνάζουν τα δάχτυλα τους όσοι μαθαίνουν πιάνο
2. πληθ. δακτύλια, τα
λεπιδοφόρα μαλάκια
μσν.. μονάδα μέτρησης μήκους
αρχ.
1. δαχτυλίδι
2. οτιδήποτε σε σχήμα δαχτυλιδιού
3. το φυτό σκαμμωνία
4. ο δακτύλιος του πρωκτού.