δασολόγος

Greek Monolingual

ο
ο ειδικός στη δασολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -λογος < λέγω. Η λ. (στον πληθυντικό) μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοίβος].