δασολογία
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
Greek Monolingual
η
επιστήμη η οποία ασχολείται με την έρευνα της δασικής οικονομίας ή δασοπονίας, με την εξασφάλιση δηλ. του συνόλου τών οικονομικών αγαθών τα οποία μπορούν να παράγουν τα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κ. Ασώπιο].