δείξιμο

Greek Monolingual

το
1. το να δείχνει κάποιος κάτι
2. οδηγία, διδασκαλία για εκμάθηση
3. υπόδειγμα, πρότυπο
4. φρ. «καλό μου δείξιμο»
(με αποτρεπτική σημασία) όταν δείχνει κάποιος σημείο του σώματός του όπου εμφανίστηκε σε άλλον ανησυχητικό, νοσηρό σημάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δειξ- του έδειξα, αόριστος του δείχνω (πρβλ. γράψιμο, τρέξιμο)].