δημαίτητος
German (Pape)
[Seite 561] vom Volke gefordert, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
δημαίτητος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ λαοῦ αἰτούμενος, ὁ ἀρχιερεὺς ὀφείλει εἶναι ἢ θεαίτητος ἢ δημαίτητος Συνέσ. 174Β.
Spanish (DGE)
-ον
que es objeto de ruegos por parte del pueblo, por el cual ruega el pueblo αὐτὸς ὑπὲρ τοῦ σωθῆναι δεῖται γενέσθαι δ. él es el que necesita que el pueblo ruegue por su salvación Synes.Ep.13.
Greek Monolingual
δημαίτητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο ζητάει ο λαός («ὁ ἀρχιερεὺς ὀφείλει εἶναι ἤ Θεαίτητος ἤ δημαίτητος» — ο αρχιερεύς οφείλει να είναι ή θεοπρόβλητος ή λαοπρόβλητος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + αιτώ «ζητώ»].