διΐπτημι
French (Bailly abrégé)
ao.2 διέπτην;
c. διαπέτομαι;
Moy. διΐπταμαι (ao.2 διεπτάμην, 3ᵉ sg. διέπτατο, inf. διαπτάσθαι) m. sign.
Étymologie: διά, ἵπταμαι.
Russian (Dvoretsky)
διΐπτημι: (aor. 2 διέπτην); тж. med. Eur., Arph., Luc. = διαπέτομαι.