διέπτην

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

French (Bailly abrégé)

v. διΐπτημι.

Russian (Dvoretsky)

διέπτην: aor. 2 к διΐπτημι.