διέπτατο
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
v. διαπέτομαι.
Spanish (DGE)
v. διαπέτομαι.
French (Bailly abrégé)
v. διΐπτημι.
Greek (Liddell-Scott)
διέπτατο: ἴδε ἐν λ. διαπέτομαι.
English (Autenrieth)
see διαπέτομαι.
Greek Monotonic
διέπτατο: γʹ ενικ. αορ. βʹ του διαπέταμαι.