διΐπταμαι
μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
English (LSJ)
late pres., = διαπέτομαι, Arist. Mir. 839a23, Hdn. 2.8.7, Luc. Am. 6, Max.Tyr. 22.6; impf. διϊπτάμην J. BJ 3.7.20.
Spanish (DGE)
I intr.
1 cruzar el espacio aéreo, pasar volando ἀετός Aesop.91, κατὰ ἀέρα διιπτάμενα πετεινά Olymp.Iob 35.11
•fig. ref. a una gran velocidad διιπτάμεθα βαρὺ τοῦ κύματος volamos a través de las olas Luc.Am.6, ἵνα τὸν εἰς οὐρανὸν δρόμον διιπτάμενος εὐθύνῃ un auriga, Ph.2.179.
2 atravesar en su vuelo, del rayo fulminar Διὶ οὗ βέλος διίπταται ref. a la justicia de Zeus SEG 37.529 (Epiro III a.C.), (κεραυνός) ἀνθρώπου τε καθεύδοντος διαπτάμενος Plu.2.665b, καθάπερ ἀστραπῆς διιπταμένης Plu.2.1046d (l. a Chrysipp.Stoic.3.50).
3 volar en todas direcciones διίπτατο τὸ πῦρ ἐπινοίας τάχιον I.BI 3.228
•fig. difundirse διιπταμένη ἡ φήμη Hdn.2.8.7.
II tr. pasar volando por encima de, recorrer al vuelo οὐδὲν διίπταται ὄρνεον αὐτήν (τὴν λίμνην τῆς Κύμης) Arist.Mir.839a24, αἶαν ... διιπταμένη σύ, χελιδών AP 9.346 (Leon.)
•gener. volar por ὡς ὀρνέου διιπτάντος ἀέρα LXX Sap.5.11, cf. D.P.Au.1.1, fig. διὰ γὰρ βέλος ὥστε θάλασσαν ἵπτανται como una flecha surcan el mar los delfines, Opp.H.2.535 (tm.).
German (Pape)
(ἵπταμαι), durchfliegen; διέπτατό τινος, Eur. Suppl. 884; Ar. Vesp. 1086; von der Zeit, schnell vorübergehen, Eur. Herc.Fur. 507; und so öfter von einer schnellen Bewegung; διαπτομένη Plat. Phaed. 70a, 84b; διϊπταμένη ἡ φήμη Hdn. 2.8.12, und andere Spätere Vgl. διαπέτομαι.