διάβασμα

Greek Monolingual

το (Μ διάβασμα) διαβάζω
1. η ανάγνωση
2. η μελέτη
3. η ανάγνωση, ιδιαίτερα από κληρικό, ευχής για ασθενή ή νεκρό
4. ο τρόπος της ανάγνωσης κατά την απαγγελία
5. επίπληξη, μάλωμα
6. φρ. «θέλει διάβασμα» ή «είναι για διάβασμα»
α) είναι ανόητος
β) τρελάθηκε.