διαβάτης

English (LSJ)

διαβάτου, ὁ,
A one who ferries over or crosses, Ar.Fr.765.
II = διαβήτης, Hsch.

Spanish (DGE)

-ου
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 el que cruza, el que atraviesa Ar.Fr.806, Et.Gen.β 62, διαβάταις quizá ref. a los participantes en la procesión en honor de Amón que incluía la travesía del Nilo de la estatua del dios (cf. διάβασις A I 2), dud. en UPZ 203re.25 (II a.C.).
2 v. διαβήτης.

Greek (Liddell-Scott)

διαβάτης: -ου, ὁ, ὁ διερχόμενος εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος ὁ περῶν, περαιούμενος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 726.

Greek Monolingual

ο (θηλ. διαβάτρα και διαβάτισσα, η) (AM διαβάτης, θηλ. διαβάτις) διαβαίνω
μσν.- νεοελλ.
οδοιπόρος, περαστικός
αρχ.
αυτός που περνά απέναντι, στο άλλο μέρος.

German (Pape)

ὁ, der Übersetzende, Poll. 2.200 aus Ar.; auch = διαβήτης, Vetera Lexica.