διαδέρκομαι
English (LSJ)
aor. -έδρᾰκον,
A see one thing through another, οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι would not see us through [the cloud], Il.14.344.
2 look about, πάντῃ δὲ διέδρακεν ὀφθαλμοῖσι Theoc.25.233.
II see over, νῆσον Cypr.11.3.
Spanish (DGE)
1 ver a través de οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ ni Helios nos podría ver a través (de la nube) Il.14.344, cf. Gr.Naz.M.37.1560A.
2 escudriñar πάντῃ δὲ διέδρακεν ὀφθαλμοῖσι σκεπτόμενος Theoc.25.233
•abarcar con la vista νῆσον ἅπασαν de Linceo Cypr.15.3.
French (Bailly abrégé)
ao. opt. 3ᵉ sg. διαδράκοι;
voir à travers, acc..
Étymologie: διά, δέρκομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-δέρκομαι door... heen zien:; οὐδ’ ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ zelfs Helios zou ons beiden daar niet doorheen kunnen zien Il. 14.344; rondkijken:. πάντῃ δὲ διέδρακεν hij keek overal rond Theocr. 25.233.
German (Pape)
(δέρκομαι), durchblicken; Einen durch Etwas hindurch erblicken; Homer. Il. 14.344 μήτε θεῶν τό γε δείδιθι μήτε τιν' ἀνδρῶν ὄψεσθαι· τοῖόν τοι ἐγὼ νέφος ἀμφικαλύψω χρύσεον. οὐδ' ἂν νῶι διαδράκοι ἠέλιός περ, οὗ τε καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι. – Stasin. bei Tzetz. Chil. 2.713.
Russian (Dvoretsky)
διαδέρκομαι: глядеть (на)сквозь: οὐδ᾽ ἂν νῶϊ διαδράκοι ἠέλιός περ Hom. (сквозь это облако) даже солнце не проглянуло бы на нас.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
διαδέρκομαι (Α) δέρκομαι
1. βλέπω κάτι μέσα από κάτι άλλο
2. διαβλέπω, διακρίνω.
Greek Monotonic
διαδέρκομαι: αόρ. βʹ -έδρᾰκον, αποθ., βλέπω κάτι μέσα από κάτι άλλο· οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι, δεν μπορεί να μας δει μέσα από (τη συννεφιά), σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
διαδέρκομαι: ἀόρ, -έδρᾰκον· ἀποθ., βλέπω τι διὰ μέσου ἑτέρου, οὐδ’ ἄν νῶϊ διαδράκοι, δὲν δύναται νὰ μᾶς ἴδῃ διὰ μέσου [τῆς νεφέλης], Ἰλ. Ξ. 344. ΙΙ. διαβλέπω, διακρίνω, νῆσον Στασῖν. (Τζέτζ. χιλ. 2. 713).
Middle Liddell
aor2 -έδρᾰκον
Dep. to see through, οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι would not see us through (the cloud), Il.