συννεφιά

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

η / συννέφεια, ΝΜΑ, και λόγιος τ. συννέφεια Ν, και συννεφιά ΝΜ συννεφής
επικάλυψη του ουρανού με σύννεφα, συσσώρευση νεφών
νεοελλ.
μτφ. θλίψη, στενοχώρια
(«τα μάτια τζι ξεφέξασι, τη συννεφίαν έδιωξα», Ερωτόκρ.)
μσν.
μτφ. σκοτεινιά («ἵνα φωτίζωνται τῆς αἱρετικῆς φαυλότητος αἱ συννέφειαι», Λέων Β΄).