διαιτητήριον
English (LSJ)
τό, (δίαιτα II.1) in plural, dwelling rooms, X.Oec.9.4: sg., dwelling place, Procop.Aed.1.9.
Spanish (DGE)
-ου, τό
plu. habitaciones donde se hace la vida, X.Oec.9.4
•sg. residencia, morada Procop.Aed.1.9.9, Sud.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
διαιτητήριον: τό жилая комната Xen.
Greek (Liddell-Scott)
δῐαιτητήριον: τό, (δίαιτα Ι. 2) κατὰ πληθ., τὰ πρὸς οἴκησιν δωμάτια οἰκίας τινός, Ξεν. Οἰκ. 9, 4.
Greek Monolingual
διαιτητήριον, το (AM) δίαιτα
1. στον πληθ. τα δωμάτια κατοικίας
2. ενδιαίτημα, κατοικία.
Greek Monotonic
δῐαιτητήριον: τό (δίαιτα I. 2), στον πληθ., δωμάτια σπιτιού που προορίζονταν για διαμονή, σε Ξεν.
Middle Liddell
δῐαιτητήριον, ου, τό, δίαιτα I. 2]
in pl. the dwelling rooms of a house, Xen.