διαιτητήριον

English (LSJ)

τό, (δίαιτα II.1) in plural, dwelling rooms, X.Oec.9.4: sg., dwelling place, Procop.Aed.1.9.

Spanish (DGE)

-ου, τό
plu. habitaciones donde se hace la vida, X.Oec.9.4
sg. residencia, morada Procop.Aed.1.9.9, Sud.

German (Pape)

[Seite 580] τό, Wohnstube, Xen. Oec. 9, 4.

Russian (Dvoretsky)

διαιτητήριον: τό жилая комната Xen.

Greek (Liddell-Scott)

δῐαιτητήριον: τό, (δίαιτα Ι. 2) κατὰ πληθ., τὰ πρὸς οἴκησιν δωμάτια οἰκίας τινός, Ξεν. Οἰκ. 9, 4.

Greek Monolingual

διαιτητήριον, το (AM) δίαιτα
1. στον πληθ. τα δωμάτια κατοικίας
2. ενδιαίτημα, κατοικία.

Greek Monotonic

δῐαιτητήριον: τό (δίαιτα I. 2), στον πληθ., δωμάτια σπιτιού που προορίζονταν για διαμονή, σε Ξεν.

Middle Liddell

δῐαιτητήριον, ου, τό, δίαιτα I. 2]
in pl. the dwelling rooms of a house, Xen.