διακινώ

Greek Monolingual

(AM διακινῶ, -έω)
1. κουνώ κάτι εδώ κι εκεί, διασείω
2. ξεκινώ
νεοελλ.
παραλαμβάνω, μεταφέρω και διανέμω
αρχ.
1. προκαλώ σύγχυση, διαταράσσω
2. ανακινώ
3. διερευνώ, ερευνώ προσεκτικά.