(AM διακινῶ, -έω)1. κουνώ κάτι εδώ κι εκεί, διασείω2. ξεκινώνεοελλ.παραλαμβάνω, μεταφέρω και διανέμωαρχ.1. προκαλώ σύγχυση, διαταράσσω2. ανακινώ3. διερευνώ, ερευνώ προσεκτικά.