διαλαμπής
English (LSJ)
διαλαμπές, white-hot, EM109.33.
Spanish (DGE)
-ές
1 muy brillante τὸ ἐκκαυθὲν ξύλον Et.Gen.α 880.
2 de tejidos que deja pasar el brillo a través, e.d. entretejido con hilos brillantes o transparente πορφύρεα, χρύσεα, διαλαμπέα, σιγαλόεντα Gr.Naz.Mul.Orn.233, M.37.1543.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
διαλαμπής, -ές (Α) διαλάμπω
ολόλαμπρος.