διανάγω

English (LSJ)

bring back into its place, Gal.18(1).421.

Spanish (DGE)

1 volver a colocar en su sitio τὴν κεφαλὴν τοῦ βραχίονος Gal.18(1).421.
2 traer hacia sí, atraer en v. pas. ἡ διαναγομένη ὑπ' αὐτοῦ (sc. τοῦ κομήτου) νοτίς Alex.Aphr.in Mete.28.7.

Greek (Liddell-Scott)

διανάγω: φέρω ὀπίσω εἰς τὴν θέσιν του, Γαλην. 12, 328.

Greek Monolingual

διανάγω (Α) ανάγω
επαναφέρω κάτι στην αρχική θέση του.