διανομέας
Greek Monolingual
ο (Α διανομεύς, -έως) διανέμω
αυτός που διανέμει, που μοιράζει
νεοελλ.
1. δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος που διανέμει ή επιδίδει επιστολές, έντυπα, συστημένα έγγραφα, τηλεγραφήματα ή εξαργυρώνει επιταγές
2. (μηχ.) μέρος εξαρτήματος βενζινομηχανών που διανέμει την υψηλή τάση του δευτερεύοντος του πολλαπλασιαστή στους αναφλεκτήρες
3. (ηλεκτρ.) κιβώτιο διακλάδωσης που επιτρέπει την κατά βούληση σύνδεση τών διακλαδιζόμενων κυκλωμάτων της κύριας γραμμής χωρίς να χρειάζεται αποσύνδεση τών αγωγών.